DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
vida útil
gen. ωφέλιμη διάρκεια ζωής
commun. λειτουργικός χρόνος ζωής
commun., IT ωφέλιμος χρόνος
construct. λειτουργική διάρκεια ζωής
econ. διάρκεια ενεργού ζωής
econ., tech. αναμενόμενος χρόνος χρήσεως
energ.ind., industr. χρόνος ζωής
fin. χρονική διάρκεια; χρονική διάρκεια μελλοντικού συμβολαίου; ωφέλιμος βίος
tech., el. χρήσιμη ζωή
transp. διάρκεια ζωής; καθυστέρηση λειτουργίας; επιβράδυνση λειτουργίας
vida útil en su función de origen
commer. διάρκεια ζωής
vida útil en
: 4 phrases in 2 subjects
Electronics2
Technology2