DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
vehículo m
transp. Μ.Ε.Α
vehículos m
gen. οχήματα
vehículo v
agric. φορεύς
econ. όχημα
food.ind., chem. φορέας
transp. μονάδα επιβατικών αυτοκινήτων; ελαφρό όχημα; σιδηροδρομικό όχημα
vehículo de movimiento
: 1 phrase in 1 subject
Transport1