DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
varios n
fin., account. άλλα στοιχεία ενεργητικού και επιβαρύνσεις μελλοντικών χρήσεων; άλλα στοιχεία ενεργητικού,προπληρωμένα έξοδα και δεδουλευμνο κεφάλαιο; άλλες εισπράξεις; άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές; άλλες οφειλές; άλλες οφειλές και απαιτήσεις εξοφλητέες σε μελλοντικές χρήσεις
varios adj.
fin., account. διάφορα έξοδα; λογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα; διάφορα
market., fin. άλλα έξοδα
varias adj.
environ., agric. πυρκαγιές διαφορετικής προέλευσης
Varios adj.
gen. διάφορα
varios solicitantes: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1