DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
trinquete m
gen. πρόσκρουσις
agric., mech.eng. κλείστρο; άγκιστρο; γάντζος
el. μηχανισμός κατάληψης θέσης
industr., construct. μάζα; τροχοπέδη
industr., construct., mech.eng. αρπάγη; καστάνια; νύχι
mech.eng. όνυχας; ελεύθερος τροχός; ανασχετικός σύρτης; αναστολέας; γλωσσίδα; δάκτυλος; προεξοχή
tech., el. διάταξη απαγορευτική αντιστρόφου πορείας
transp. καστάνια χειροκίνητου βαρούλκου
transp., nautic., fish.farm. ακάτιος ιστός; πρωραίος ιστός; τουρκέτοκν.
trinquete
: 46 phrases in 8 subjects
Agriculture4
Chemistry2
Economy6
Materials science1
Mechanic engineering16
Metallurgy1
Natural sciences1
Transport15