DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
trabajo m
commun. βιβλιοεργασία
trabajos m
market. πωλήσεις υπηρεσιώνέσοδα από παροχή υπηρεσιών
trabajo v
chem. ανάδευση; δύναμη τροποποίησης ενός συστήματος
commun. σημείο; εκτενές σύγραμμα
earth.sc., chem. έργο
econ. εργασία
law, lab.law. επαγγελματική απασχόληση
transp. εργοτάξιο έργων γραμμής
trabajar v
law, commun., lab.law. εργαζόμενος
mech.eng. μετασκευάζω; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά
social.sc. κόβω
Trabajo v
comp., MS Εργασία
trabajo de control
: 6 phrases in 3 subjects
Finances4
General1
Pharmacy and pharmacology1