torniquete | |
agric. | δεξαμενή αυτόματης έκπλυσης των στεμφύλων; περιστρεφόμενη τράπεζα; στροφείο |
coal. | εκτυλισσόμενη μετροταινία |
commun. | μηχανή ευαισθητοποίησης των πλακών ψευδαργύρου για όφσετ |
earth.sc. | περιστρεφόμενη συσκευή |
mech.eng. | περιστρεφόμενο φράγμα |
freno | |
gen. | Θυρόφραγμα,κλαπέτο |
torniquete-freno del : 2 phrases in 1 subject |
Agriculture | 2 |