DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
torniquete m
agric. δεξαμενή αυτόματης έκπλυσης των στεμφύλων; περιστρεφόμενη τράπεζα; στροφείο
coal. εκτυλισσόμενη μετροταινία
commun. μηχανή ευαισθητοποίησης των πλακών ψευδαργύρου για όφσετ
earth.sc. περιστρεφόμενη συσκευή
mech.eng. περιστρεφόμενο φράγμα
med. αιμοστατικός επίδεσμος; ελαστικός επίδεσμος του Esmarch
torniquete-freno del
: 2 phrases in 1 subject
Agriculture2