titular | |
fin. | κομιστής; εκ της συμβάσεως κάτοχος |
law agric. | κάτοχος εκμετάλλευσης |
título | |
gen. | τίτλος νήματος |
comp., MS | τίτλος |
fin. | τίτλος παραστατικός τίτλος; χρεόγραφα |
industr. construct. chem. | Yπολογισμός νήματος |
law | δικόγραφο; τίτλος γενεσιουργός ενός δικαιώματος |
de derecho | |
law | αυτοδικαίως |
titular de derecho : 7 phrases in 2 subjects |
Law | 6 |
Patents | 1 |