DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
tensor m
astronaut., transp. Συσφικτήρας συρματόσχοινου
earth.sc. μηχανισμός διατήρησης τάσεως εφελκυσμού
el. συσκευή τάνυσης; τανυστής; διάταξη σε γραμμή επαφής; διάταξη τάνυσης; συσκευή σε γραμμή επαφής
industr., construct. τανυστήρας
mech.eng. κοχλιωτός εντατήρας; σφιγκτήρας; τάση καλωδίου; ράβδος ασφαλείας; ράβδος ασφαλείας σύνδεσης
med. μετάλλινο φορείο; τείνων (musculus tensor)
transp. εντατήρας
transp., construct. τεντωτήρας
transp., mech.eng. διάταξη ρύθμισης τάσεων; μοχλός τάνυσης
tensor de: 9 phrases in 6 subjects
Agriculture2
Industry1
Materials science2
Mechanic engineering2
Technology1
Transport1