DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
título m
gen. βαθμός; ιδιότητα
fin. αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία
law έγγραφο
títulos m
econ. τίτλοι αξιών
título v
gen. τίτλος νήματος
commun. σελίδα τίτλου
comp., MS τίτλος
ed. δίπλωμα
fin. τίτλος παραστατικός τίτλος; χρεόγραφα
industr., construct., chem. Yπολογισμός νήματος
law δικόγραφο; τίτλος γενεσιουργός ενός δικαιώματος
tech., industr., construct. γραμμική πυκνότητα
work.fl., IT τιτλοδότηση
titular v
gen. ο έλκων δικαίωμα
fin. κομιστής; εκ της συμβάσεως κάτοχος
law, agric. κάτοχος εκμετάλλευσης
law, interntl.trade., patents. δικαιούχος
titulares v
commun. τίτλος εφημερίδας
 Spanish thesaurus
título m
law Posesión o evidencia de posesión de bienes raíces u otra propiedad
título universitario de
: 1 phrase in 1 subject
Education1