DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
subsidio m
gen. αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα; αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες
environ. αποζημίωσηεις; απαλλαγή; βοήθημα; έκπτωση; επίδομα; επιχορήγηση; επιδότηση; αποζημίωσηεις/βοήθημα/επίδομα/απαλλαγή/έκπτωση
fin. δικαίωμα επιδόματος
insur., PR αποζημίωση
law επιχορήγηση/επιδότηση/επίδομα
subsidio de invalidez
: 1 phrase in 1 subject
Finances1