seguro obligatorio | |
econ. | υποχρεωτική ασφάλιση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
automóvil | |
econ. | αυτοκίνητο |
transp. | επιβατικό αυτοκίνητο; Μ.Ε.Α; μονάδα επιβατικών αυτοκινήτων; ελαφρό όχημα |
| |||
υποχρεωτική ασφάλιση | |||
καθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης |
seguro obligatorio de : 5 phrases in 3 subjects |
Finances | 1 |
General | 2 |
Insurance | 2 |