DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
seguro n
earth.sc., mech.eng. ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα
law, insur. ασφάλεια
mech.eng. διάταξη αλάνθαστης εφαρμογής
seguro adj.
gen. ασφαλής
earth.sc., mech.eng. σύρτωση
econ. ασφάλιση
health. ασφαλές
law ασφάλιση δικαιοδόχου
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
mech.eng. σύνδεση μοναδικής προσαρμογής
seguros adj.
gen. ασφάλιση ασφάλεια; ασφαλίσεις
environ. ασφάλιση (ασφάλεια)
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
seguro de
: 271 phrases in 21 subjects
Accounting11
Business1
Chemistry1
Commerce3
Communications1
Criminal law1
Earth sciences1
Economy17
Employment3
Finances35
General24
Health care3
Immigration and citizenship3
Insurance88
Law28
Marketing1
Microsoft3
Politics2
Security systems6
Social science36
Transport3