DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
seguro n
earth.sc., mech.eng. ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα
law, insur. ασφάλεια
mech.eng. διάταξη αλάνθαστης εφαρμογής
seguro adj.
gen. ασφαλής
earth.sc., mech.eng. σύρτωση
econ. ασφάλιση
health. ασφαλές
law ασφάλιση δικαιοδόχου
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
mech.eng. σύνδεση μοναδικής προσαρμογής
seguros adj.
gen. ασφάλιση ασφάλεια; ασφαλίσεις
environ. ασφάλιση (ασφάλεια)
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
seguro de enfermedad
: 47 phrases in 7 subjects
Finances3
General8
Health care1
Insurance11
Law5
Security systems5
Social science14