representación | |
comp., MS | φωτοαπόδοση |
environ. | εκπροσώπηση; αντιπροσώπευση; αντιπροσωπία |
law environ. | εκπροσώπηση/αντιπροσώπευση/αντιπροσωπία |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
número | |
gen. | αριθμός |
med. | αριθμητική παράσταση |
| |||
φωτοαπόδοση | |||
εκπροσώπηση; αντιπροσώπευση; αντιπροσωπία | |||
εκπροσώπηση/αντιπροσώπευση/αντιπροσωπία | |||
αναπαράσταση; παράσταση |
representación de: 11 phrases in 2 subjects |
Finances | 2 |
General | 9 |