![]() |
remesa | |
fin. | υπηρεσία εμβασμάτων |
transp. | εμπορευματική μεταφορά με ενιαία φορτωτική; ενιαία μεταφορά εμπορευμάτων |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
lizo | |
tech. industr. construct. | μίτος; μιτάρι; στημόνι |
| |||
εμπορευματική μεταφορά με ενιαία φορτωτική | |||
| |||
εμβάσματα | |||
| |||
υπηρεσία εμβασμάτων | |||
ενιαία μεταφορά εμπορευμάτων μιας φορτωτικής |
remesa de: 2 phrases in 1 subject |
Finances | 2 |