DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
reductor m
agric., mech.eng. συστολή
chem. αναγωγικό μέσο
el. μειωτήρας τάσης; μετασχηματιστής τάσης; ταπείνωση; υποβιβασμός
health. διάλυμα ελαττώσεως
mech.eng. βαρούλκο; μειωτήρας; ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα
met. αναγωγικό μέσον
transp., avia., mech.eng. κύριο κιβώτιο οδοντωτών τροχών
reductor de elevación
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1