razón | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
capital propio | |
busin. | καθαρή λογιστική θέση; ίδια κεφάλαια; ίδιο κεφάλαιο |
préstamo | |
gen. | δανεισμός |
construct. | πλευρική εκχωμάτωση δανεισμού |
econ. | δανειοδότηση |
market. | προκαταβολή ναύλου; δάνειο |
| |||
πηλίκο ή λόγος | |||
λόγος |
razón : 71 phrases in 15 subjects |