DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
quemador adj.
agric. κλίβανος; στήριγμα της θρυαλλίδας
chem. καυστήρας
industr., construct., met. δίοδος καυστήρος; πόρτα
mech.eng. δίσκος εγχυτήρα; κεφαλή καυστήρα
quemadores adj.
forestr. λέβητας; καυστήρας
quemador para la
: 1 phrase in 1 subject
Technology1