DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
puente n
gen. ειδική διαδρομή; ειδικό δρομολόγιο; διακοπή παροχής
coal. γέφυρα πυρακτώσεως
commun. παράκαμψη
commun., transp. γέφυρα ναυσιπλοϊας
construct. πρόβολος
cultur. καβαλλάρης; καβαλλέτο
econ. γέφυρα
el. βραχυκυκλωτήρας; ταινία; τσέρκι
industr., construct., met. γεφυρωτό φράγμα
mech.eng. οδηγός ατράκτου; τραβέρσα
mech.eng., construct. γέφυρα επαφής
med. τόξο; γέφυρα δοντιών; δεμάτιο; μεταλλικό τόξο; μικρά δέσμη
transp., nautic. θάλαμος διακυβέρνησης; πηδαλιουχίο; τιμονιέρα; ο κλειστός χώρος της γέφυρας; υπερστέγασμα γέφυρας
puentes n
environ. γέφυρα
puente de acceso a una: 1 phrase in 1 subject
Transport1