DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
protector adj.
agric., chem. φυτοαντίδοτo
earth.sc., el. ανακουφιστικό καταπόνησης
el. προστατευτικό κάλυμμα; προστατευτικό σκόνης; πλέγμα προφύλαξης από σπινθήρες; πλέγμα προστατευτικό από σπινθήρες
transp. εσωτερική προστατευτική ταινία ελαστικών
protector auricular adaptable a los cascos de
: 1 phrase in 1 subject
Labor law1