DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
pluriempleo m
econ. διπλή απασχόληση
econ., social.sc. δεύτερη δουλειά; διπλοαπασχόληση; εργασία στη μαύρη
law, empl. διπλοθεσία; πολλαπλή απασχόληση