DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | adjective | to phrases
pila f
forestr. στοιβάζω σε σωρό
mater.sc., energ.ind., el. δευτερογενές στοιχείο
pilar v
chem., el. βάθρο
construct. στήριγμα γέφυρας; μεσόβαθρο
cultur. ορόσημο; σωρός λίθων
el. στήλη; στήλη επαφής flip-chip; ιστός πλέγματος; πύλωνας
industr., construct. πουντέλι
mech.eng., construct. βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεων
transp., construct. στύλος
pila adj.
gen. κυψέλη
comp., MS δέσμη
construct. βάθρο γέφυρας; στήριγμα γέφυρας
energ.ind. συσσωρευτής,μπαταρία
energ.ind., el. πρωτογενές στοιχείο
industr. γούρνα; κοινόχρηστος συνεχής νιπτήρας
IT, dat.proc. συσσώρευση
IT, tech. σωρός
mater.sc., energ.ind., el. συσσωρευτής
transp. σωρός στρωτήρων
transp., construct. κίων; κολόνα; στήλη; στύλος
pilas adj.
environ. κύτταρο; δεξαμενή; κυψέλη; στοιχείο (ενέργεια)
 Spanish thesaurus
pila f
comp., MS Cue
PILA abbr.
abbr. Parque Internacional La Amistad
pila termoeléctrica
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1