DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
pico m
agric. βωλοσκόπος; δερμοδύτης (Sarcopsylla penetrans, Tunga penetrans); δικέλι; εργαλείο για το φύτεμα; λίσγος; λοστός; τριβέλι; φυτευτήρι
industr., construct. δαντέλωμα
ornit. δρυοκολάπτης (Piciformes)
social.sc. σουτ
pico v
agric. ψύλλα η αιμοβόρος (Sarcopsylla penetrans, Tunga penetrans); ράμφος; τσάπα; φυτευτικη ράβδος
agric., construct. αξίνα; σκαπάνη
chem. κορυφή
demogr. αιχμή
fin. πρόσκαιρη έξαρση των αγορών
fin., scient. κορυφή διαγράμματος τιμών
industr., construct. οδοντωτή ταινία; φεστόνι
social.sc. φιξ
stat. τιμή κορυφής
tech., el. πίκο
tech., mech.eng. μπεκ; στόμιο
transp. ακροδόντι άγκυρας; ακρόνυχος
picado v
agric. ξύνισμα; υποξίνισμα; προσβλημένος από οξίνιση; κέντρισις
commun., transp. βύθιση
environ., agric. οξίνιση του οίνου; ξύνισμα
food.ind. κοπή
industr., construct. πελέκημα με σκαρπέλο
industr., construct., met. τετηγμένο σουλφάτ; τρύπες από άμμο
transp. κάτω πρόνευση; κύψη κεφαλής
transp., avia. κατακόρυφη βύθιση
pique v
agric. δεξαμενή ζυγοστάθμισης
coal. φρέαρ
fish.farm. σκυλογαλέος (Mustelus laevis, Mustelus mustelus)
industr., construct. πικέ
pica v
gen. δόρυ
picar v
agric. Κέντημαερέθισματης πληγής
pica v
agric. ζεύγος αυλάκων
picar v
chem., construct. ταμπονάρισμα
forestr. σύστημα GROT
pica v
health. αλλοτριοφαγία
piqué v
industr., construct. πικές
 Spanish thesaurus
pico m
industr. pico
pico máximo de
: 3 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Electronics2