DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
perturbación f
gen. μετατόπιση
mech.eng. ανωμαλία
med. διακύμανσις; διατάραξις; χρήσις μέσων που αναστέλλουν ή τροποποιούν την ανάπτυξη παθολογικής κατάστασης
transp. παρεμβολή; ενόχληση; λειτουργική ανωμαλία
transp., agric., construct. διατάραξη; διαταράσσω; διαταραχή; παρενόχληση
perturbaciones en la potencia y en la: 1 phrase in 1 subject
General1