![]() |
personal | |
econ. | προσωπικό |
gov. | συνολικό προσωπικό |
lab.law. | εργαζόμενος |
law lab.law. | αριθμός προσωπικού; εργατικό δυναμικό |
Participar | |
comp., MS | Συμμετοχή |
participar | |
comp., MS | συγκατάθεση; συμμετοχή |
en | |
IT dat.proc. | εν |
ejercicio | |
fin. | άσκηση οψιόν |
| |||
προσωπικό | |||
συνολικό προσωπικό | |||
εργαζόμενος | |||
αριθμός προσωπικού; εργατικό δυναμικό | |||
αμοιβές και έξοδα προσωπικού |
personal que participa en: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |