DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
patrón m
agric. κυβερνήτης αλιευτικού; κυβερνήτης θαλαμηγού σκάφους; κυβερνήτης ιστιοφόρου; πλοίαρχος μικρού πλοίου; υποκείμενο
commun. στάμπο; αχνάρι
forestr. μοτίβο
industr., construct. πατρόν
law, econ. εργοδότης
life.sc., agric. έρριζα υποκείμενα
social.sc., transp., nautic. πλοίαρχος
tech. πρότυπο μέτρησης; πρότυπο
patrón para
: 1 phrase in 1 subject
Industry1