participación | |
econ. | εταιρική συμμετοχή |
environ. | συμμετοχή |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων; συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια |
en | |
IT dat.proc. | εν |
capital | |
econ. | πρωτεύουσα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
sociedad personalista | |
econ. | ομόρρυθμη εταιρεία |
personalidad jurídica | |
law | νομική προσωπικότητα |
participaciones en el capital de : 1 phrase in 1 subject |
Economy | 1 |