participación | |
econ. | εταιρική συμμετοχή |
environ. | συμμετοχή |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων; συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια |
participación social : 2 phrases in 2 subjects |
Finances | 1 |
General | 1 |