DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
participación m
gen. συναπόφαση ; συμμετοχή των εργαζομένων
econ. εταιρική συμμετοχή
environ. συμμετοχή
fin. μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων; συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια
law αποδεικτικό κυριότητας μετοχής; πιστοποιητικό μετοχών; πιστοποιητικό συμμετοχής; επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; προειδοποίηση; αναγγελία; γνωστοποίηση
participación en la: 4 phrases in 1 subject
Economy4