participación | |
econ. | εταιρική συμμετοχή |
environ. | συμμετοχή |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων; συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; μετοχικά μερίδια |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
capital extranjero | |
econ. | ξένα κεφάλαια |
participación de capital : 5 phrases in 2 subjects |
Accounting | 1 |
Economy | 4 |