DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
parada f
forestr. παύση; ακινητοποίηση; διακοπή εργασίας
parada adj.
gen. διαδικασία θέσεως εκτός λειτουργίας; κράτηση
el. μη διαθεσιμότης
IT, dat.proc. αναστολή
nat.sc., agric. Παρεμπόδιση αύξησης αναστολή αύξησης σταμάτημα της αύξησης
transp. πορεία με φορόν άνεμο; στάσις
transp., construct. σταθμός; σημείο στάσεων; διαπλάτυνσις οδού
transp., mil., grnd.forc. στάθμευση; στάση
parado adj.
econ. άνεργος
law, lab.law. ολικά άνεργος
parada en caliente durante
: 1 phrase in 1 subject
Transport1