DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
operador m
commer. επιχείρηση
commer., fin. επιχειρηματίας
commun. τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια; χειριστής
comp., MS τελεστής; πάροχος κινητής τηλεφωνίας; υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας
cultur. εικονολήπτης
health., anim.husb., agric. υπεύθυνος επιχείρησης
mexic., comp., MS φέρον σήμα, πάροχος κινητής τηλεφωνίας
transp., avia. αερομεταφορέας; εκμεταλλευόμενος
transp., nautic. χειριστής σταθμού πλοίου
work.fl., IT σχετιστής; ενδείκτης σχέσης
operadores m
fin. μεταποιητές
operador encargado de la
: 3 phrases in 1 subject
Chemistry3