oferta | |
gen. | προσφορά τιμής σε δημοπρασία |
comp., MS | προσφορά; οικονομική προσφορά |
environ. | εφοδιασμός; παροχή; προμήθεια; εφοδιασμός/προμήθεια/παροχή |
mexic. comp., MS | προσφορές |
ofertado | |
fin. | προσφερόμενος |
Ello | |
med. | αυτό |
oferta desde la : 1 phrase in 1 subject |
Microsoft | 1 |