número | |
gen. | αριθμός |
med. | αριθμητική παράσταση |
patents. | ημερομηνία |
múltiple de abonados | |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης |
| |||
αριθμός | |||
| |||
αριθμητική παράσταση | |||
ημερομηνία | |||
γραμμική πυκνότητα | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
n.º (spanishru) |
número múltiple: 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 4 |
Information technology | 1 |