DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
verb | noun | to phrases
multas v
environ. ποινικές ρήτρες; εκλεκτός; λεπτός; πρόστιμο; χρηματική ποινή
fin. χρηματικές ποινές
IT πρόστιμα και κυρώσεις
law, environ. ποινικές ρήτρες/πρόστιμο/χρηματική ποινή/λεπτός/εκλεκτός
law, fin. πρόστιμα
multa v
econ. πρόστιμο
fin. ποινικές ρήτρες
law χρηματική καταδίκη; χρηματική ποινική κύρωση; χρηματική ποινή
transp. πρόστιμο επί της αξίας του εισιτηρίου
multar v
law τιμωρώ
 Spanish thesaurus
multa f
law El dinero que la persona debe pagar como castigo por haber hecho algo ilegal o por no hacer lo que debía de hacer
multas
: 32 phrases in 8 subjects
Accounting1
Commerce3
Economy3
Finances5
General1
Law17
Procedural law1
Taxes1