máquina | |
econ. | μηχάνημα |
environ. | κινητήρας; μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; μηχανή; βαρούλκο |
para | |
med. | προς |
estuco | |
construct. | στόκος |
máquina para el : 4 phrases in 1 subject |
Industry | 4 |