![]() |
máquina | |
econ. | μηχάνημα |
environ. | κινητήρας; μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; μηχανή; βαρούλκο |
de arranque | |
comp., MS | με δυνατότητα εκκίνησης |
máquina de arranque: 2 phrases in 1 subject |
Metallurgy | 2 |