![]() |
máquina | |
econ. | μηχάνημα |
environ. | κινητήρας; μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; μηχανή; βαρούλκο |
abridora | |
industr. construct. | άνοιγμα του βαμβακιού από δέμα σε φλόκο-νιφάδες |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
bolsa | |
fin. | χρηματιστήριο |
máquina abridora: 1 phrase in 1 subject |
Materials science | 1 |