DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
lote m
coal. μπλοκ; τέμαχος
comp., MS δέσμη
fin. ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο; μονάδα διαπραγμάτευσης
IT δεσμίδα
stat. παρτίδα
transp. ομάδα φορτηγών στην αμαξοστοιχία
lote de
: 9 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Communications1
Finances1
Forestry1
Health care1
Nuclear physics1
Statistics2
Transport1