DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
lixiviar v
life.sc. αποπλύω; εκπλύω; χωρίζω δι'εκπλύσεως
lixiviado adj.
environ. διασταλάζον υγρό; αποπλύματα ; στραγγίσματα
med. εξαλατώσιμο προϊόν
lixiviados adj.
environ. διασταλάζον υγρό/στραγγίδια
lixiviado
: 11 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Earth sciences1
Environment9