DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
limitador m
commun. περιοριστής; τσόπερ; παλμογεννήτρια
earth.sc., mech.eng. μειωτήρας; στραγγαλιστικό
el. προστατευτικό υπερτάσεων
mech.eng., construct. οδηγήτρια τροχαλία του ρεγουλατόρου; οδηγήτρια τροχαλία του ρυθμιστή ταχύτητας; τρελλήτροχαλίατου ρυθμιστή ταχύτητας
limitador de: 22 phrases in 7 subjects
Communications2
Electronics9
Forestry1
General1
Industry2
Mechanic engineering3
Transport4