limitación | |
comp., MS | ρυθμιστής ροής δεδομένων |
construct. | περιορισμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
tiempo de vuelo | |
transp. avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός |
actividad | |
gen. | δραστηριότητα; ενεργότητα |
econ. | απασχόληση |
pharma. | δραστικότητα |
transp. avia. | καθήκον |
| |||
ρυθμιστής ροής δεδομένων | |||
περιορισμός | |||
Περιορισμός |
limitaciones de tiempo de : 3 phrases in 2 subjects |
General | 2 |
Labor law | 1 |