ley | |
account. | καθαρότητα |
econ. | νόμος |
environ. | δίκαιο; ατομικές διοικητικές πράξεις; δίκαιο δίκαιο |
met. | τίτλος |
sobre | |
comp., MS | πληροφορίες; φάκελος |
comercio | |
environ. | εμπόριο |
competencia | |
econ. | ανταγωνισμός |
| |||
καθαρότητα | |||
νόμος | |||
τίτλος | |||
ευρωπαϊκός νόμος | |||
| |||
δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου); δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου | |||
| |||
ατομικές διοικητικές πράξεις | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Combinación de reglas y principios de conducta desarollada por la autoridad legislativa, derivada de las decisiones de tribunales, y establecida por la costumbre local |
ley: 687 phrases in 40 subjects |