DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
letrado adj.
law εισηγητής; δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις
polit., gov., law Eισηγητής του Δικαστηρίου
letrados adj.
law εισηγητές σε γραφείο Δικαστή