DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
instrumento de capital
fin. κεφαλαιακό μέσο; κεφαλαιουχικοί τίτλοι ΒΚ; τίτλοι κεφαλαίου ΕΔ; κεφαλαιουχικά μέσα ΑΔ