DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
inmovilizado m
market. ακινητοποιήσεις υπό εκτέλεση και προκαταβολές κτήσης πάγιων στοιχείων-ασώματες ακινητοποιήσεις και έξοδα πολυετούς αποσβέσεως
inmovilizado v
account. πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό
market. ακινητοποιήσεις
inmovilizar v
comp., MS πάγωμα
inmovilizado: 53 phrases in 10 subjects
Accounting5
Agriculture1
Business2
Economy3
Finances13
Law5
Marketing16
Mechanic engineering2
Medical5
Transport1