información | |
gen. | γραφείο πληροφοριών |
commun. | δεδομένα |
econ. | πληροφόρηση |
environ. | πληροφορία; ενημέρωση; στοιχεία |
IT dat.proc. | πληροφορία |
law | προειδοποίηση |
law pharma. environ. | γεvικές πληρoφoρίες; πληροφορία /πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση |
útil | |
met. | συσκευή συγκόλλησης |
para | |
med. | προς |
beneficiario | |
fin. | δικαιούχος |
información útil para : 3 phrases in 1 subject |
Finances | 3 |