identidad | |
commun. | αναγνωριστική μονάδα; κώδικας ταυτότητας |
comp., MS | ταυτότητα |
en | |
IT dat.proc. | εν |
Internet | |
commun. IT | Ιντερνέτ; διαδίκτυο; Ίντερνετ |
| |||
αναγνωριστική μονάδα; κώδικας ταυτότητας | |||
ταυτότητα | |||
απαραλαξία | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
ID |
identidad: 150 phrases in 24 subjects |