DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
herramienta
 herramienta
comp., MS εργαλείο
forestr. σκεύος
law econ. βοήθημα
mech.eng. μικροεργαλείο
 herramientas
commun. εργαλεία βιβλιοδεσίας; εργαλεία επιχρύσωσης
econ. εργαλείο
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| desmontaje
 desmontaje
gen. αποσυναρμολόγηση
subacuático | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
| estructura
 estructura
IT dat.proc. εγγραφή
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| guía
 guía
econ. οδηγός
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| las
 Ello
med. αυτό
| barras
 barra
fish.farm. δοκός
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
regulación
- only individual words found

to phrases
herramientas f
commun. εργαλεία βιβλιοδεσίας; εργαλεία επιχρύσωσης
econ. εργαλείο
mech.eng. εργαλεία; σύνεργα
herramienta f
comp., MS εργαλείο
forestr. σκεύος
law, econ. βοήθημα
mech.eng. μικροεργαλείο
herramienta de desmontaje subacuático de la estructura de guía de las barras de
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1