![]() |
henificadora | |
agric. | μηχανή ανατροπής κομμένου χόρτου; χορτοξηραντική μηχανή; αναστροφέας κομμένων σειρών χόρτου; αναστροφέας λωρίδων χόρτου |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
molinete | |
law transp. construct. | κωπήλατος τροχός; τροχός πρόωσης |
| |||
μηχανή ανατροπής κομμένου χόρτου; χορτοξηραντική μηχανή; αναστροφέας κομμένων σειρών χόρτου; αναστροφέας λωρίδων χόρτου; ξηραντική μηχανή χόρτου |
henificadora de: 4 phrases in 1 subject |
Agriculture | 4 |